σχηματίσῃ, νὰ
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ενικού αορ. υποτακτικής του ρ. σχηματίζω (κάνω κάποιο σχήμα, απεικονίζω κάτι με γραμμές]
Ετυμολογία:
[< το σχήμα, του σχήματος (το περίγραμμα) (αναφέρεται στην 1η επιστολή του απ. Παύλου προς Κορινθίους (7,31) και την προς Φιλιπισσίους (2,7)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν…. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|